ισχυροποιώ

ισχυροποιώ
(ΑΜ ἰσχυροποιῶ, -έω) [ισχυροποιός]
1. καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω, ενδυναμώνω
2. καθιστώ έγκυρο, καθιερώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισχυροποιώ — ισχυροποιώ, ισχυροποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ισχυροποιώ — ισχυροποίησα, ισχυροποιήθηκα, ισχυροποιημένος, κάνω κάποιον ισχυρό: Ισχυροποιήθηκε ο στρατός. – Ισχυροποίησε τη θέση της η κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχυροποιῶ — ἰσχυροποιέω strengthen pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἰσχυροποιέω strengthen pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἰσχυροποιός strengthening masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφοδρύνω — ἐπισφοδρύνω (Α) ισχυροποιώ, δυναμώνω κάτι περισσότερο («ἐπισφοδρύναντα τὴν ἀρχήν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφοδρύνω «ισχυροποιώ» (< σφοδρός)] …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • αρρενώ — ἀρρενῶ ( όω) (Α) [άρρην] 1. καθιστώ ανδροπρεπή, ισχυροποιώ 2. παθ. α) ανδρώνομαι, μπαίνω στην αντρική ηλικία β) δυναμώνω, γίνομαι ισχυρός …   Dictionary of Greek

  • δυναμώνω — (AM δυναμῶ, όω) [δύναμις] 1. δίνω δύναμη, ενισχύω, ισχυροποιώ, τονώνω 2. αποκτώ δυνάμεις, τονώνομαι μσν. νεοελλ. 1. ενθαρρύνω κάποιον 2. ενισχύω, εξοπλίζω 3. (για τόπο) οχυρώνω μσν. 1. σκληραίνω κάτι 2. επιδοκιμάζω, επικροτώ 3. (με την προθ. εις) …   Dictionary of Greek

  • ενδυναμώνω — και ενδυναμώ (AM ἐνδυναμῶ, όω) ενισχύω, ισχυροποιώ νεοελλ. (για πράγμ.) στερεώνω, καθιστώ σταθερότερο …   Dictionary of Greek

  • ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις …   Dictionary of Greek

  • εχυρώ — ἐχυρῶ, όω (Α) [εχυρός] κάνω κάτι ασφαλές, οχυρώνω, ισχυροποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”